- βουνοπάτης
- οαυτός που παράνομα καταπατεί και εκμεταλλεύεται ορεινές δασωμένες περιοχές οι οποίες ανήκουν στο δημόσιο: Παρά τα αυστηρά μέτρα για τους βουνοπάτες, εικάζεται ότι πολλές πυρκαγιές οφείλονται σ’ αυτούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.